- ἐνδόξους
- ἔνδοξοςheld in esteemmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ντόρια, Αντρέα — (Andrea Doria, Γένοβα 1466 – 1560). Ιταλός ναύαρχος. Ο Ν. ήταν ένας από τους πιο ένδοξους ναυτικούς του 16ου αι. Αρχικά υπηρέτησε ως αξιωματικός του στρατού ξηράς τον πάπα και τους βασιλιάδες της Νάπολης (1503 6) και υπέταξε την επαναστατημένη… … Dictionary of Greek
ένδοξος — η, ο (AM ἔνδοξος, ον) 1. αυτός που έχει αποκτήσει δόξα, φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν») 2. εκείνος που περιβάλλεται από δόξα, λαμπρός, μεγαλοπρεπής («ἡ ἔνδοξος εἰς Ἅιδου κάθοδος τοῡ Κυρίου», «ὁ Περικλής...… … Dictionary of Greek
ευλοχία — εὐλοχία, ἡ (Α) [εύλοχος] επιγρ. καλή γέννα, ευτεκνία, το να έχει κάποιος ένδοξους απογόνους … Dictionary of Greek
φίλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φ. ο Αθηναίος. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα επί Τριάκοντα Τυράννων και πήγε στον Ωρωπό, απ’ όπου έκανε επιδρομές εναντίον της πόλης. Όταν γύρισε, κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής. Εναντίον του στρέφεται ο 31ος… … Dictionary of Greek
χειροπέδη — η, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χειριπέδα Α συν. στον πληθ. οι χειροπέδες και αἱ χειροπέδαι συσκευή δέσμευσης τών χεριών χρησιμοποιούμενη στις συλλήψεις και αποτελούμενη από δύο περικάρπιους δακτυλίους, συνδεόμενους με μικρή αλυσίδα (α. «τού πέρασαν αμέσως … Dictionary of Greek
Καρμανιόλα, Φραντσέσκο Μπουσόνε ντα- — (Francesco Bussone da Carmagnola, Καρμανιόλα 1380 – Βενετία 1432). Ιταλός στρατιωτικός. Βρισκόταν στην υπηρεσία του δούκα του Μιλάνου, Φιλίπο Μαρία Βισκόντι, ο οποίος τον όρισε κοντοτιέρο, δηλαδή αρχηγό των μισθοφορικών στρατευμάτων του. Αφού… … Dictionary of Greek
Πιλ, σερ Ρόμπερτ — (Peel, Τσέμπερ Χολ, Λάνκασαϊρ 1788 – Λονδίνο 1850). Άγγλος πολιτικός. Γιος του Ρόμπερτ (1750 1820), πλούσιου βιομηχάνου που αφοσιώθηκε στην πολιτική, υπήρξε μεταξύ των άλλων και ο εισηγητής του Factory Act, του νόμου περί εργοστασίων, ο οποίος… … Dictionary of Greek